θερμός

θερμός
Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει. Η διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας στο εσωτερικό του δοχείου εξασφαλίζεται από το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στα τοιχώματά του και από την ιδιότητα του γυαλιού ως κακού αγωγού της θερμότητας, ενώ η επαργύρωση των επιφανειών στο εσωτερικό των δύο τοιχωμάτων αποτρέπει τη μετάδοση της θερμοκρασίας με ακτινοβολία. Τα θ. κλείνονται με ένα πλαστικό, συνήθως, καπάκι και συμπληρώνονται με μία επίσης πλαστική βάση, μεταξύ του γυάλινου δοχείου και του περιβλήματος, η οποία χρησιμεύει στην εξουδετέρωση των κρούσεων. Τα θ., γνωστά και ως δοχεία Ντιούαρ, επιτρέπουν τη διατήρηση του περιεχομένου τους στην επιθυμητή θερμοκρασία για αρκετές ώρες.
* * *
(I)
-ή, -ό (ΑΜ θερμός, -ή, -όν, Α θηλ. και θερμός)
1. αυτός που έχει θερμοκρασία υψηλή ή ανώτερη από τη θερμοκρασία τού περιβάλλοντος, ο ζεστός (α. «θερμές χώρες» — οι τροπικές χώρες
β. «θερμά λουτρά»)
2. αυτός που χαρακτηρίζεται από ισχυρή ενέργεια, συγκίνηση ή μεγάλη ζωηρότητα, ο έντονος, ο εκδηλωτικός (α. «θερμή γυναίκα» — η γυναίκα που είναι διαχυτική και εκδηλωτική στον έρωτα
β. «θερμός άνθρωπος» — ο άνθρωπος που εκδηλώνει με ζωηρότητα τα αισθήματα του
γ. «θερμήν ἐπὶ ψυχροῑσι καρδίαν ἔχεις», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το θερμό(ν)
το ζεστό νερό
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να διατηρεί τη θερμότητα ή αυτός που περιβάλλει με θερμότητα («θερμό δωμάτιο»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο θερμός
α) θερμό νερό για πλύσιμο ρούχων ή για λουτρό
β) η αλισίβα, το σταχτόνερο
4. γεωλ. φρ. «θερμή πηγή» — σημείο εξόδου θερμού υπόγειου νερού στη γήινη επιφάνεια, η θερμοκρασία τού οποίου είναι μεγαλύτερη από τη μέση θερμοκρασία τών ισημερινών περιοχών
νεοελλ.-μσν.
αυτός που εκφράζει ζωηρά και ειλικρινή αισθήματα, ο εγκάρδιος (α. «θερμή παράκληση» β. «θερμά συγχαρητήρια»)
μσν.
φρ. «θερμή αντίληψις» — ζωηρό ενδιαφέρον
αρχ.
1. θερμόαιμος, εμπαθής («ναύταισι θερμοῑς», Αισχύλ.)
2. πρόσφατος («γάμοι θερμοί», Φιλόστρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo θερμόν
α) η θερμότητα, η ζέστη
β) η χάρη, η εύνοια («εὗρον θερμὸν ἐν ἐρήμῳ», ΠΔ).
επίρρ...
θερμώς και -ά (ΑΜ θερμῶς)
με θερμό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θερμός αντιστοιχεί επακριβώς στο αρμ. jerm με την ίδια σημ. και ανάγεται σε ΙE *gwhermo- < ΙΕ ρίζα *gwher- «θερμός, ζεστός» (πρβλ. θέρος, θέρομαι). Τα αρχ. ινδ. gharma-, αρχ. πρωσ. gorme «ζέστη» έχουν σχηματιστεί με την ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας (< *gwhormo-), η οποία απαντά και στο λατ. formus «θερμός». Σε ορισμένες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες υπάρχουν δύο λέξεις για να δηλώσουν τη σημ. «θερμός, ζεστός», ανάλογα με τον βαθμό θερμότητας (πρβλ. αγγλ. hot «πολύ θερμός, καυτός», warm «μετρίως θερμός, υπόθερμος»), πράγμα που προέρχεται από τις γερμανικές και βαλτοσλαβικές γλώσσες. Στις περισσότερες, όμως, γλώσσες η διάκριση αυτή δεν υφίσταται. Εξάλλου, αν ληφθεί υπ' όψιν το γεγονός ότι η εξαιρετικά μεγάλη θερμότητα και το ψύχος (π.χ. ένα καυτό σίδερο και ένα κομμάτι πάγου) προκαλούν την ίδια αίσθηση, είναι πιθανό ότι μια ομάδα λέξεων με τη σημ. «ζεστός» να συνδέεται με μια αντίστοιχη με τη σημ. «κρύος». Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται τόσο το επίθ. ζεστός, το οποίο στην Αρχαία σήμαινε «βρασμένος, βραστός» (< ζέω «βράζω»), όσο και το θερμός, όχι όμως με την ίδια συχνότητα και στα ίδια φραστικά περιβάλλοντα. Εκτός από ορισμένες κοινές χρήσεις, π.χ. θερμό κλίμα - ζεστό κλίμα, θερμή μέρα - ζεστή μέρα κ.λπ., το θερμός μεταφορικά χρησιμοποιείται σε στερεότυπες εκφράσεις, π.χ. θερμά συγχαρητήρια - θερμά συλλυπητήρια, και ως δηλωτικό συναισθηματικών καταστάσεων (π.χ. θερμή επιστολή, θερμή παράκληση, θερμή υποδοχή, θερμή γυναίκα κ.ά). Ως εκ τούτου η χρήση του είναι πιο σπάνια. Εν αντιθέσει, το ζεστός έχει σχεδόν αντικαταστήσει το θερμός στην κυριολεκτική, εν μέρει δε και στη μεταφορική του χρήση. Για το θερμός ως α' συνθ. βλ. θερμ(ο)-.
ΠΑΡ. θερμαίνω, θερμότητα (-της), θερμώ
αρχ.
θερμηρός, θέρμητρον, θερμώδης, θερμωλή
αρχ.-μσν.
θερμάζω
νεοελλ.
θερμούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αυτόθερμος, ομοιόθερμος, υπέρθερμος, υπόθερμος, φιλόθερμος
αρχ.
απόθερμος, διάθερμος, εύθερμος, κατάθερμος, ολιγόθερμος, παράθερμος, περίθερμος, πολύθερμος
νεοελλ.
αερόθερμος, γεώθερμος, ιδιόθερμος, ισόθερμος, ολόθερμος, ποικιλόθερμος].
————————
(II)
το
το δοχείο που διατηρεί τη θερμοκρασία, ο θέρμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θέρμος (ΙΙ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θερμός — hot masc nom sg θερμός hot masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρμος — lupine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρμος — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • θερμός — ή, ό επίρρ. ά 1. ζεστός: Θερμές χώρες. 2. έντονος, ζωηρός: Θερμή συζήτηση. – Θερμός νέος. 3. εγκάρδιος, ειλικρινής: Του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. – Θερμή συμπαράσταση. 4. «θερμή γυναίκα», σεξουαλική. το άκλ. (λ. γερμ.), δοχείο που διατηρεί τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θέρμος ή Θέρμο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ.… …   Dictionary of Greek

  • θερμότερον — θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοτάτων — θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοτέραις — θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοτέρων — θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμά — θερμός hot neut nom/voc/acc pl θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc/acc dual θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc sg (doric aeolic) θερμός hot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”